-
1 μεσόδμη
A tie-beam,τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Od.19.37
, cf. 20.354 (expld. by Aristarch. as = μεσόστυλα, by others as τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν διαστήματα, cf. Hsch.); ; expld. asτὸ μέγα ξύλον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου τοίχου πρὸς τὸν ἕτερον διῆκον Gal.
ad Hp.l.c. (18(1).738), cf. IGll. cc., SIG 248 N8 (Delph., iv B. C.), Q.S.13.451.2 box amidships, in which the mast was stepped,ἱστὸν.. κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Od.2.424
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόδμη
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский